ενημερωτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενημερωτικά < ενημερωτικός + -ά < ενημερώνω + -τικός < ενήμερος + -ώνω < εν + ημέρα < αρχαία ελληνική ἡμέρα < ἦμαρ (ημέρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)
Μεταφράσεις
ενημερωτικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.