κατατοπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.toˈpi.zo/
Ρήμα
κατατοπίζω (παθητική φωνή: κατατοπίζομαι)
- δείχνω σε κάποιον με λεπτομέρειες την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει προς κάποια τοποθεσία
- (μεταφορικά) δίνω με λεπτομέρειες πληροφορίες για ένα θέμα, πρόβλημα κ.λπ.
Συγγενικά
- ακατατόπιστα
- ακατατόπιστος
- κατατόπια
- κατατόπιση
- κατατοπισμός
- κατατοπισμένος
- κατατοπιστικά
- κατατοπιστικός
- → δείτε τις λέξεις κατά και τόπος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατατοπίζω | κατατόπιζα | θα κατατοπίζω | να κατατοπίζω | κατατοπίζοντας | |
| β' ενικ. | κατατοπίζεις | κατατόπιζες | θα κατατοπίζεις | να κατατοπίζεις | κατατόπιζε | |
| γ' ενικ. | κατατοπίζει | κατατόπιζε | θα κατατοπίζει | να κατατοπίζει | ||
| α' πληθ. | κατατοπίζουμε | κατατοπίζαμε | θα κατατοπίζουμε | να κατατοπίζουμε | ||
| β' πληθ. | κατατοπίζετε | κατατοπίζατε | θα κατατοπίζετε | να κατατοπίζετε | κατατοπίζετε | |
| γ' πληθ. | κατατοπίζουν(ε) | κατατόπιζαν κατατοπίζαν(ε) |
θα κατατοπίζουν(ε) | να κατατοπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατατόπισα | θα κατατοπίσω | να κατατοπίσω | κατατοπίσει | ||
| β' ενικ. | κατατόπισες | θα κατατοπίσεις | να κατατοπίσεις | κατατόπισε | ||
| γ' ενικ. | κατατόπισε | θα κατατοπίσει | να κατατοπίσει | |||
| α' πληθ. | κατατοπίσαμε | θα κατατοπίσουμε | να κατατοπίσουμε | |||
| β' πληθ. | κατατοπίσατε | θα κατατοπίσετε | να κατατοπίσετε | κατατοπίστε | ||
| γ' πληθ. | κατατόπισαν κατατοπίσαν(ε) |
θα κατατοπίσουν(ε) | να κατατοπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατατοπίσει | είχα κατατοπίσει | θα έχω κατατοπίσει | να έχω κατατοπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατατοπίσει | είχες κατατοπίσει | θα έχεις κατατοπίσει | να έχεις κατατοπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατατοπίσει | είχε κατατοπίσει | θα έχει κατατοπίσει | να έχει κατατοπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατατοπίσει | είχαμε κατατοπίσει | θα έχουμε κατατοπίσει | να έχουμε κατατοπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατατοπίσει | είχατε κατατοπίσει | θα έχετε κατατοπίσει | να έχετε κατατοπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατατοπίσει | είχαν κατατοπίσει | θα έχουν κατατοπίσει | να έχουν κατατοπίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.