ενδιάμεσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδιάμεσος | η | ενδιάμεση | το | ενδιάμεσο |
| γενική | του | ενδιάμεσου | της | ενδιάμεσης | του | ενδιάμεσου |
| αιτιατική | τον | ενδιάμεσο | την | ενδιάμεση | το | ενδιάμεσο |
| κλητική | ενδιάμεσε | ενδιάμεση | ενδιάμεσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδιάμεσοι | οι | ενδιάμεσες | τα | ενδιάμεσα |
| γενική | των | ενδιάμεσων | των | ενδιάμεσων | των | ενδιάμεσων |
| αιτιατική | τους | ενδιάμεσους | τις | ενδιάμεσες | τα | ενδιάμεσα |
| κλητική | ενδιάμεσοι | ενδιάμεσες | ενδιάμεσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενδιάμεσος < εν- + διάμεσος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intermédiaire)
Επίθετο
ενδιάμεσος
- που βρίσκεται κάπου ανάμεσα ή, ειδικότερα, στο μέσο δύο τοπικών ή χρονικών σημείων αναφοράς
- (μεταφορικά) (κυρίως για διακριτές αφηρημένες έννοιες) που έχει χαρακτηριστικά ή ιδιότητες τέτοιες, ώστε είτε να μπορεί να καταταγεί σε δύο διαφορετικές κατηγορίες
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ενδιάμεσος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.