ενδιαμέσως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενδιαμέσως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐνδιαμέσως. Συγχρονικά αναλύεται σε ενδιάμεσ(ος) + -ως.
Προφορά
- ΔΦΑ : /en.ði.aˈme.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δι‐α‐μέ‐σως
- τονικό παρώνυμο: ενδιάμεσος
Πηγές
- ενδιάμεσος (& ενδιαμέσως) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.