ενδιαμέσως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενδιαμέσως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐνδιαμέσως. Συγχρονικά αναλύεται σε ενδιάμεσ(ος) + -ως.

Προφορά

ΔΦΑ : /en.ði.aˈme.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενδιαμέσως
τονικό παρώνυμο: ενδιάμεσος

Επίρρημα

ενδιαμέσως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.