intermediate
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | intermediate |
| συγκριτικός | more intermediate |
| υπερθετικός | most intermediate |
intermediate (en)
- ενδιάμεσος, μέσος, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μέρη, πράγματα, καταστάσεις κτλ.
- ↪ intermediate time period - ενδιάμεσο χρονικό διάστημα
- ↪ the intermediate stations - οι ενδιάμεσοι σταθμοί
- ↪ The waste should be considered as a low or intermediate level of radioactivity.
- Τα απόβλητα θα πρέπει να θεωρούνται ως χαµηλής και µέσης ραδιενέργειας.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intermediary
- ενδιάμεσος, μέσος, που έχει περισσότερες από βασικές γνώσεις για κάτι αλλά δεν είναι ακόμα προχωρημένος· που είναι κατάλληλο για κάποιον που βρίσκεται σε αυτό το επίπεδο
- ↪ an intermediate level - ένα ενδιάμεσο επίπεδο
- ↪ These new job positions will require worker with high and intermediate level skills.
- Αυτές οι νέες θέσεις εργασίας θα απαιτήσουν εργαζομένους υψηλών και μέσων προσόντων.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.