υπεκφυγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεκφυγή οι υπεκφυγές
      γενική της υπεκφυγής των υπεκφυγών
    αιτιατική την υπεκφυγή τις υπεκφυγές
     κλητική υπεκφυγή υπεκφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπεκφυγή < υπεκφεύγω +

Ουσιαστικό

υπεκφυγή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.