μανούβρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μανούβρα | οι | μανούβρες |
| γενική | της | μανούβρας | — | |
| αιτιατική | τη | μανούβρα | τις | μανούβρες |
| κλητική | μανούβρα | μανούβρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μανούβρα < (άμεσο δάνειο) βενετική manuvra [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈnu.vɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐νού‐βρα
Ουσιαστικό
μανούβρα θηλυκό
- ο ελιγμός κατά την οδήγηση ή πλοήγηση
- (μεταφορικά) ο ελιγμός στη συμπεριφορά για να αποφευχθεί, για να αναβληθεί κάτι ανεπιθύμητο
Συνώνυμα
Συγγενικά
Αναφορές
- μανούβρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.