στρίψιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρίψιμο τα στριψίματα
      γενική του στριψίματος των στριψιμάτων
    αιτιατική το στρίψιμο τα στριψίματα
     κλητική στρίψιμο στριψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρίψιμο < (στρίβω), θέμα αορίστου: έστριψα, στριψ- + -ιμο [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈstɾi.psi.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρίψιμο

Ουσιαστικό

στρίψιμο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.