ἐλευθεριάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐλευθεριάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἐλευθεριάζω
- συμπεριφέρομαι σαν ελεύθερος
- μιλάω πρόχειρα, χωρίς τεκμηρίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.