ἐλευθεριάζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐλευθεριάζω < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἐλευθεριάζω

  1. συμπεριφέρομαι σαν ελεύθερος
  2. μιλάω πρόχειρα, χωρίς τεκμηρίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.