επιβάλλομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈva.lo.me/

Ρήμα

επιβάλλομαι, π.αόρ.: επιβλήθηκα, μτχ.π.π.: επιβεβλημένος

  1. παθητική φωνή του ρήματος επιβάλλω
  2. διαθέτω ορισμένες εξαιρετικές ιδιότητες με αποτέλεσμα να ξεχωρίζω και να προκαλώ υπερβολικά έντονο θαυμασμό, εντύπωση
    Το κτίριο που επιβάλλεται με τον όγκο του
  3. αναγνωρίζεται ο ρόλος μου ως ηγετικός, πρωταρχικός, καθοριστικός σε κάτι, ιδίως σε ορισμένη διαδικασία
    Aν και νέος, επιβλήθηκε στην πολιτική ζωή του τόπου και σε μικρή ηλικία έγινε πρωθυπουργός
  4. νικώ σε αγώνα
    H εθνική ομάδα ποδοσφαίρου επιβλήθηκε στην αντίστοιχη της Iταλίας

Μεταφράσεις

 δείτε τη λέξη νικώ

|}

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.