επιβάλλομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.piˈva.lo.me/
Ρήμα
επιβάλλομαι, π.αόρ.: επιβλήθηκα, μτχ.π.π.: επιβεβλημένος
- παθητική φωνή του ρήματος επιβάλλω
- διαθέτω ορισμένες εξαιρετικές ιδιότητες με αποτέλεσμα να ξεχωρίζω και να προκαλώ υπερβολικά έντονο θαυμασμό, εντύπωση
- Το κτίριο που επιβάλλεται με τον όγκο του
- αναγνωρίζεται ο ρόλος μου ως ηγετικός, πρωταρχικός, καθοριστικός σε κάτι, ιδίως σε ορισμένη διαδικασία
- Aν και νέος, επιβλήθηκε στην πολιτική ζωή του τόπου και σε μικρή ηλικία έγινε πρωθυπουργός
- νικώ σε αγώνα
- H εθνική ομάδα ποδοσφαίρου επιβλήθηκε στην αντίστοιχη της Iταλίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.