ελεγκτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελεγκτήριο τα ελεγκτήρια
      γενική του ελεγκτήριου
& ελεγκτηρίου
των ελεγκτήριων
& ελεγκτηρίων
    αιτιατική το ελεγκτήριο τα ελεγκτήρια
     κλητική ελεγκτήριο ελεγκτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελεγκτήριο < ελέγχω + -τήριο

Ουσιαστικό

ελεγκτήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.