ελεγκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελεγκτικός | η | ελεγκτική | το | ελεγκτικό |
| γενική | του | ελεγκτικού | της | ελεγκτικής | του | ελεγκτικού |
| αιτιατική | τον | ελεγκτικό | την | ελεγκτική | το | ελεγκτικό |
| κλητική | ελεγκτικέ | ελεγκτική | ελεγκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελεγκτικοί | οι | ελεγκτικές | τα | ελεγκτικά |
| γενική | των | ελεγκτικών | των | ελεγκτικών | των | ελεγκτικών |
| αιτιατική | τους | ελεγκτικούς | τις | ελεγκτικές | τα | ελεγκτικά |
| κλητική | ελεγκτικοί | ελεγκτικές | ελεγκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελεγκτικός < αρχαία ελληνική ἐλεγκτικός
Μεταφράσεις
ελεγκτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.