ελεγκτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελεγκτικός η ελεγκτική το ελεγκτικό
      γενική του ελεγκτικού της ελεγκτικής του ελεγκτικού
    αιτιατική τον ελεγκτικό την ελεγκτική το ελεγκτικό
     κλητική ελεγκτικέ ελεγκτική ελεγκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελεγκτικοί οι ελεγκτικές τα ελεγκτικά
      γενική των ελεγκτικών των ελεγκτικών των ελεγκτικών
    αιτιατική τους ελεγκτικούς τις ελεγκτικές τα ελεγκτικά
     κλητική ελεγκτικοί ελεγκτικές ελεγκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ελεγκτικός < αρχαία ελληνική ἐλεγκτικός

Επίθετο

ελεγκτικός -ή -ό

  • που αναφέρεται στον έλεγχο ή τον εφαρμόζει
ελεγκτικοί μηχανισμοί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.