εκπνοή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκπνοή | οι | εκπνοές |
| γενική | της | εκπνοής | των | εκπνοών |
| αιτιατική | την | εκπνοή | τις | εκπνοές |
| κλητική | εκπνοή | εκπνοές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκπνοή < αρχαία ελληνική ἐκπνοή < ἐκπνέω < ἐκ + πνέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pnew- (πνέω, αναπνέω) (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική expiration)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.pnoˈi/
Μεταφράσεις
εκπνοή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.