εκπαιδευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκπαιδευτής | οι | εκπαιδευτές |
| γενική | του | εκπαιδευτή | των | εκπαιδευτών |
| αιτιατική | τον | εκπαιδευτή | τους | εκπαιδευτές |
| κλητική | εκπαιδευτή | εκπαιδευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκπαιδευτής < εκπαιδεύ(ω) + -τής < αρχαία ελληνική ἐκπαιδεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.pe.ðeˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐παι‐δευ‐τής
Ουσιαστικό
εκπαιδευτής αρσενικό (θηλυκό εκπαιδεύτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που κάνει όλες τις δραστηριότητες που απαιτούνται για εκπαίδευση: σχεδιασμός, οργάνωση, διδασκαλία, καθοδήγηση
Μεταφράσεις
εκπαιδευτής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.