εκπαιδευτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εκπαιδευτήριο | τα | εκπαιδευτήρια |
| γενική | του | εκπαιδευτηρίου & εκπαιδευτήριου |
των | εκπαιδευτηρίων |
| αιτιατική | το | εκπαιδευτήριο | τα | εκπαιδευτήρια |
| κλητική | εκπαιδευτήριο | εκπαιδευτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκπαιδευτήριο < εκπαιδεύω + -τήριο < αρχαία ελληνική ἐκπαιδεύω < παιδεύω < παῖς < πρωτοελληνική *pā́wits < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wids < *peh₂u-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.pe.ðeˈfti.ɾi.o/
Ουσιαστικό
εκπαιδευτήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
εκπαιδευτήριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.