εκπαιδεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εκπαιδεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπαιδεύω
  2. θα εκπαιδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπαιδεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εκπαιδεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπαίδευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.