εικονίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εικονίδιο τα εικονίδια
      γενική του εικονιδίου
& εικονίδιου
των εικονιδίων
    αιτιατική το εικονίδιο τα εικονίδια
     κλητική εικονίδιο εικονίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικονίδιο < (ελληνιστική κοινή) εἰκονίδιον < αρχαία ελληνική εἰκών

Προφορά

ΔΦΑ : /i.koˈni.ði.o/

Ουσιαστικό

εικονίδιο ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) (σπάνιο) μικρή (σε μέγεθος) εικόνα
     συνώνυμα: εικονίτσα
  2. (πληροφορική) εικονίτσα ή γράφημα στην επιφάνεια εργασίας ή σε φακέλους ηλεκτρονικού υπολογιστή με συντόμευση για το άνοιγμα κάποιου προγράμματος ή για εκτέλεση άλλης εργασίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.