επιφάνεια εργασίας
Νέα ελληνικά (el)

Επιφάνεια εργασίας με ανοιχτές διάφορες εφαρμογές.
Πολυλεκτικός όρος
επιφάνεια εργασίας θηλυκό
- (πληροφορική) desktop: η νοητή επιφάνεια πάνω στην οποία εργάζεται ο χρήστης του υπολογιστή και η οποία περιέχει εικονίδια,γραμμές εργαλείων και παράθυρα εφαρμογών πάνω σε κάποιο φόντο (ταπετσαρία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.