εθνοκεντρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εθνοκεντρισμός οι εθνοκεντρισμοί
      γενική του εθνοκεντρισμού των εθνοκεντρισμών
    αιτιατική τον εθνοκεντρισμό τους εθνοκεντρισμούς
     κλητική εθνοκεντρισμέ εθνοκεντρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εθνοκεντρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ethnocentrism < αρχαία ελληνική ἔθνος + κέντρ(ον) + -ισμός

Ουσιαστικό

εθνοκεντρισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.