εθνοκεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εθνοκεντρικός | η | εθνοκεντρική | το | εθνοκεντρικό |
| γενική | του | εθνοκεντρικού | της | εθνοκεντρικής | του | εθνοκεντρικού |
| αιτιατική | τον | εθνοκεντρικό | την | εθνοκεντρική | το | εθνοκεντρικό |
| κλητική | εθνοκεντρικέ | εθνοκεντρική | εθνοκεντρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εθνοκεντρικοί | οι | εθνοκεντρικές | τα | εθνοκεντρικά |
| γενική | των | εθνοκεντρικών | των | εθνοκεντρικών | των | εθνοκεντρικών |
| αιτιατική | τους | εθνοκεντρικούς | τις | εθνοκεντρικές | τα | εθνοκεντρικά |
| κλητική | εθνοκεντρικοί | εθνοκεντρικές | εθνοκεντρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εθνοκεντρικός < εθνο- + κεντρικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ethnocentric < ethnocentrism < αρχαία ελληνική ἔθνος + ελληνιστική κοινή κεντρικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.θno.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐θνο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
εθνοκεντρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον εθνοκεντρισμό, πηγάζει απ’ αυτόν ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
- εθνοκεντρικά
- → δείτε τις λέξεις εθνοκεντρισμός, έθνος, κέντρο και κεντώ
Αναφορές
- εθνοκεντρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.