κοσμοθεώρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοσμοθεώρηση | οι | κοσμοθεωρήσεις |
| γενική | της | κοσμοθεώρησης* | των | κοσμοθεωρήσεων |
| αιτιατική | την | κοσμοθεώρηση | τις | κοσμοθεωρήσεις |
| κλητική | κοσμοθεώρηση | κοσμοθεωρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κοσμοθεωρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοσμοθεώρηση < κοσμο- + θεώρηση
Μεταφράσεις
κοσμοθεώρηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.