εγγενώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εγγενώς < εγγεν(ής) + -ώς, αρχαία ελληνική ἐγγενῶς (όπως οι συγγενείς, οι ομογενείς) < ἐγγεν(ής) + -ῶς

Προφορά

ΔΦΑ : /en.ʝeˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγγενώς

Επίρρημα

εγγενώς

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις εγ-, γένος και γίγνομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.