κατήχηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατήχηση οι κατηχήσεις
      γενική της κατήχησης* των κατηχήσεων
    αιτιατική την κατήχηση τις κατηχήσεις
     κλητική κατήχηση κατηχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατηχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατήχηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατήχη(σις) + -ση[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε κατ- + -ηχη + -ση < αρχαία ελληνική ἠχέω, ἠχῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈti.çi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατήχηση

Ουσιαστικό

κατήχηση θηλυκό

  1. (θρησκεία) η μύηση, με διδασκαλία, σε θρησκευτικό δόγμα ή μυστική οργάνωση
  2. η συστηματική προσπάθεια να προσχωρήσει κανείς σε κάποιο συγκεκριμένο τρόπο σκέψης ή ιδεολογία
      και παρόλο που απο τα εγχειρίδια απουσιάζει ο έντονος κραγαλέος εθνοκεντρισμός, δε λείπει η εθνική κατήχηση (Μαρία Αδάμου, Το εκπαιδευτικό σύστημα στην υπηρεσία του εθνικού κράτους η ελληνική περίπτωση "1950-1976", Εκδόσεις Παπαζήση, 2002, σελ. 590)
  3. οι συμβουλές που δίνονται με τρόπο επίμονο και ενοχλητικό
  4. (χριστιανισμός) η διδασκαλία των δογμάτων του Χριστιανισμού
  5. (χριστιανισμός) το βιβλίο που περιέχει τα δόγματα του Χριστιανισμού

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.