εθελούσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εθελούσιος | η | εθελούσια | το | εθελούσιο |
| γενική | του | εθελούσιου | της | εθελούσιας | του | εθελούσιου |
| αιτιατική | τον | εθελούσιο | την | εθελούσια | το | εθελούσιο |
| κλητική | εθελούσιε | εθελούσια | εθελούσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εθελούσιοι | οι | εθελούσιες | τα | εθελούσια |
| γενική | των | εθελούσιων | των | εθελούσιων | των | εθελούσιων |
| αιτιατική | τους | εθελούσιους | τις | εθελούσιες | τα | εθελούσια |
| κλητική | εθελούσιοι | εθελούσιες | εθελούσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εθελούσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐθελούσιος < ἐθέλω
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.