εθελοντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εθελοντικός | η | εθελοντική | το | εθελοντικό |
| γενική | του | εθελοντικού | της | εθελοντικής | του | εθελοντικού |
| αιτιατική | τον | εθελοντικό | την | εθελοντική | το | εθελοντικό |
| κλητική | εθελοντικέ | εθελοντική | εθελοντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εθελοντικοί | οι | εθελοντικές | τα | εθελοντικά |
| γενική | των | εθελοντικών | των | εθελοντικών | των | εθελοντικών |
| αιτιατική | τους | εθελοντικούς | τις | εθελοντικές | τα | εθελοντικά |
| κλητική | εθελοντικοί | εθελοντικές | εθελοντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εθελοντικός < εθελοντής
Επίθετο
εθελοντικός, -ή, -ό
- που γίνεται με την ελεύθερη βούληση του ενδιαφερόμενου, που γίνεται από έναν εθελοντή
Συγγενικά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εθελοντικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.