οικειοθελής
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ci.o.θeˈlis/
Επίθετο
οικειοθελής, -ής, -ές
- που γίνεται με τη θέληση κάποιου, χωρίς να έχει υπάρξει εξαναγκασμός, πίεση ή υποχρέωση
- η οικειοθελής αποχώρησή του διευκόλυνε την εκλογή νέας ηγεσίας του κόμματος
Συνώνυμα
Παράγωγα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη οικείος
Μεταφράσεις
οικειοθελής
|
|
Αναφορές
- οικειοθελής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.