οικειοθελής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οικειοθελής < οικεί(ος) + -ο- + θέλ(ω) + ής[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ci.o.θeˈlis/

Επίθετο

οικειοθελής, -ής, -ές

  • που γίνεται με τη θέληση κάποιου, χωρίς να έχει υπάρξει εξαναγκασμός, πίεση ή υποχρέωση
η οικειοθελής αποχώρησή του διευκόλυνε την εκλογή νέας ηγεσίας του κόμματος

Συνώνυμα

Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.