ἐθέλω

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἐθέλω < θέλω με προθεματικό ε

Ρήμα

ἐθέλω ( και θέλω)

  1. επιθυμώ
    εἰ θέλεις (αν έχεις την καλοσύνη, αν θέλεις)
  2. στο τρίτο πρόσωπο (για αφηρημένες έννοιες) αν τα φέρει έτσι η ζωή, ο Θεός, αν έρθουν έτσι τα πράγματα ή θέτω, λέω (όπως λέμε σήμερα "η παράδοση θέλει να...", ή "όπως το θέλει η παράδοση")
    εἰ ἐθελήσει ἀναβῆναι ἡ τυραννίς
  3. (για άψυχα) προκαλώ, φέρνω (όπως λέμε "η ανεργία φέρνει γρίνα") ή προϋποθέτω, συνεπάγομαι]]
    μεγάλα πρήγματα μεγάλοισι κινδύνοισι ἐθέλει καταιρέεσθαι (τα μεγάλα επιτεύγματα πηγάζουν από μεγάλους κινδύνους)
  4. εννοώ, τι θέλει να πει με αυτά τα λόγια κάποιος, τι εννοεί, ως ερμηνεία νοήματος (όπως και σήμερα)
    πλανωμένων δὲ τῶν Λαμψακηνῶν ἐν τοῖσι λόγοισι τὸ θέλει τὸ ἔπος εἶναι τό σφι ἀπείλησε ὁ Κροῖσος, πίτυος τρόπον ἐκτρίψειν, μόγις κοτὲ μαθὼν τῶν τις πρεσβυτέρων εἶπε τὸ ἐόν, ὅτι πίτυς μούνη πάντων δενδρέων ἐκκοπεῖσα βλαστὸν οὐδένα μετιεῖ ἀλλὰ πανώλεθρος ἐξαπόλλυται (: αναρωτιούνταν οι Λαμψακηνοί τι ακριβώς εννοούσε ο Κύρος με αυτά τα λόγια που τους απείλησε, ότι σαν πεύκα θα τους διαλύσει, και τελικά ένας πρεσβύτερος κατάλαβε το νόημα και είπε ότι το πεύκο είναι το μόνο δέντρο που αν το κόψεις δεν πετάει ποτέ νέο βλαστό και καταστρέφεται για πάντα)

Συγγενικά

  • ἀθέλητος
  • ἐθελημός
  • ἐθελήμων
  • θέλεος
  • θέλημα
  • θελημός
  • θελήμων
  • θέλησις
  • θελητής
  • θελητός

Σύνθετα

  • ἐθέλεχθρος
  • ἐθελόδουλος
  • ἐθελόκακος
  • ἐθελοκίνδυνος
  • ἐθελόκωφος
  • ἐθελοντηδόν
  • ἐθελοντήν
  • ἐθελοντήρ
  • ἐθελοντής
  • ἐθελοντί
  • ἐθελόντως
  • ἐθελόπονος
  • ἐθελουργός
  • ἐθελούσιος
  • συνεθέλω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.