εθελοντής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εθελοντής οι εθελοντές
      γενική του εθελοντή των εθελοντών
    αιτιατική τον εθελοντή τους εθελοντές
     κλητική εθελοντή εθελοντές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εθελοντής < αρχαία ελληνική ἐθελοντής, από το ρήμα ἐθέλω.

Ουσιαστικό

εθελοντής αρσενικό, εθελόντρια θηλυκό

  1. κάποιος που προσφέρει τις υπηρεσίες του, συνήθως για κάποιο κοινωφελή σκοπό
    Πολλοί εθελοντές παρουσιάστηκαν για να βοηθήσουν στην καλή λειτουργία των Ολυμπιακών Αγώνων.
  2. αυτός που παρουσιάζεται στο στρατό για να κάνει θητεία χωρίς να υπάγεται σε αυτή την υποχρέωση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.