εδώδιμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εδώδιμα < εδώδιμος

Ουσιαστικό

εδώδιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα τρόφιμα
    τα παλιά μπακάλικα είχαν συχνά μια ταμπέλα που έγραφε: "Εδώδιμα - Αποικιακά"

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.