εδώδιμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εδώδιμα < εδώδιμος
Ουσιαστικό
εδώδιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα τρόφιμα
- τα παλιά μπακάλικα είχαν συχνά μια ταμπέλα που έγραφε: "Εδώδιμα - Αποικιακά"
Μεταφράσεις
εδώδιμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.