ἐδώδιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐδώδιμος | τὸ ἐδώδιμον | οἱ, αἱ ἐδώδιμοι | τὰ ἐδώδιμα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἐδωδίμου | τοῦ ἐδωδίμου | τῶν ἐδωδίμων | τῶν ἐδωδίμων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἐδωδίμῳ | τῷ ἐδωδίμῳ | τοῖς, ταῖς ἐδωδίμοις | τοῖς ἐδωδίμοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐδώδιμον | τὸ ἐδώδιμον | τοὺς, τὰς ἐδωδίμους | τὰ ἐδώδιμα |
| Κλητική | ἐδώδιμε | ἐδώδιμον | ἐδώδιμοι | ἐδώδιμα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐδωδίμω | |||
| Γενική-Δοτική | ἐδωδίμοιν | |||
Επίθετο
ἐδώδιμος, -ος, -ον
- εδώδιμος, φαγώσιμος
- ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ἐδώδιμα: εφόδια, προμήθειες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.