ἐδώδιμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐδώδιμος τὸ ἐδώδιμον οἱ, αἱ ἐδώδιμοι τὰ ἐδώδιμα
Γενική τοῦ, τῆς ἐδωδίμου τοῦ ἐδωδίμου τῶν ἐδωδίμων τῶν ἐδωδίμων
Δοτική τῷ, τῇ ἐδωδίμῳ τῷ ἐδωδίμῳ τοῖς, ταῖς ἐδωδίμοις τοῖς ἐδωδίμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐδώδιμον τὸ ἐδώδιμον τοὺς, τὰς ἐδωδίμους τὰ ἐδώδιμα
Κλητική ἐδώδιμε ἐδώδιμον ἐδώδιμοι ἐδώδιμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐδωδίμω
Γενική-Δοτική ἐδωδίμοιν

Ετυμολογία

ἐδώδιμος < ἐδωδή < ἔδω

Επίθετο

ἐδώδιμος, -ος, -ον

  1. εδώδιμος, φαγώσιμος
  2. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ἐδώδιμα: εφόδια, προμήθειες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.