εγκατεστημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγκατεστημένος | η | εγκατεστημένη | το | εγκατεστημένο |
| γενική | του | εγκατεστημένου | της | εγκατεστημένης | του | εγκατεστημένου |
| αιτιατική | τον | εγκατεστημένο | την | εγκατεστημένη | το | εγκατεστημένο |
| κλητική | εγκατεστημένε | εγκατεστημένη | εγκατεστημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγκατεστημένοι | οι | εγκατεστημένες | τα | εγκατεστημένα |
| γενική | των | εγκατεστημένων | των | εγκατεστημένων | των | εγκατεστημένων |
| αιτιατική | τους | εγκατεστημένους | τις | εγκατεστημένες | τα | εγκατεστημένα |
| κλητική | εγκατεστημένοι | εγκατεστημένες | εγκατεστημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγκατεστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εγκαθιστώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋ.ɡa.te.stiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκα‐τε‐στη‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κα‐τε‐στη‐μέ‐νος
Μετοχή
εγκατεστημένος, -η, -ο
- που έχει εγκατασταθεί σε ένα μέρος όπου και κατοικεί μόνιμα
- (για συσκευές, μηχανήματα κλπ) που έχει εγκατασταθεί από κάποιον (π.χ. ειδευμένο τεχνίτη)
- (λογισμικό, για πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή) που έχει εγκατασταθεί, για το οποίο έχουν αποθηκευτεί όλα τα απαραίτητα εκτελέσιμα αρχεία και βιβλιοθήκες και έχουν εγγραφεί όλες τις απαραίτητες ρυθμίσεις στο μητρώο ή στα αρχεία ρυθμίσεων του λειτουργικού συστήματος, ώστε να λειτουργεί κανονικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.