established
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɪˈstæb.lɪʃt/
- ⓘ
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | established |
| συγκριτικός | more established |
| υπερθετικός | most established |
established (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- καθιερωμένος, είναι σεβαστό ή έχει επίσημη κατάσταση επειδή υπάρχει ή χρησιμοποιείται για μεγάλο χρονικό διάστημα
- ↪ established customs - καθιερωμένες συνήθειες
- στέρεος, επιβεβαιωμένος, τεκμηριωμένος
- (για θρησκείες) αναγνωρισμένος
- (λογισμικό) εγκατεστημένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.