εγκατεστημένου

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋ.ɡa.te.stiˈme.nu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκατεστημένου
παλιότερος συλλαβισμός: εγκατεστημένου

Κλιτικός τύπος μετοχής

εγκατεστημένου

  1. (αρσενικό) γενική ενικού του εγκατεστημένος
  2. γενική ενικού του εγκατεστημένο, ουδέτερο του εγκατεστημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.