εγκατεστημένων
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋ.ɡa.te.stiˈme.non/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκα‐τε‐στη‐μέ‐νων
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κα‐τε‐στη‐μέ‐νων
Κλιτικός τύπος μετοχής
εγκατεστημένων
- γενική πληθυντικού του εγκατεστημένος (αρσενικό)
- γενική πληθυντικού του εγκατεστημένη, θηλυκό του εγκατεστημένος
- γενική πληθυντικού του εγκατεστημένο, ουδέτερο του εγκατεστημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.