εγκαθίσταμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εγκαθίσταμαι < αρχαία ελληνική ἐγκαθίσταμαι, μεσοπαθητική φωνή του ἐγκαθίστημι → δείτε τη λέξη εγκαθιστώ
Ρηματικός τύπος
εγκαθίσταμαι, στ.μέλλ.: θα εγκατασταθώ, π.αόρ.: εγκαταστάθηκα, μτχ.π.π.: εγκατεστημένος
- παθητικές σημασίες: → δείτε εγκαθιστώ
- (μέση διάθεση) αποκτώ μόνιμη εγκατάσταση / κατοικία σε έναν τόπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.