εγκαθίσταμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εγκαθίσταμαι < αρχαία ελληνική ἐγκαθίσταμαι, μεσοπαθητική φωνή του ἐγκαθίστημι  δείτε τη λέξη εγκαθιστώ

Ρηματικός τύπος

εγκαθίσταμαι, στ.μέλλ.: θα εγκατασταθώ, π.αόρ.: εγκαταστάθηκα, μτχ.π.π.: εγκατεστημένος

  1. παθητικές σημασίες:  δείτε εγκαθιστώ
  2. (μέση διάθεση) αποκτώ μόνιμη εγκατάσταση / κατοικία σε έναν τόπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.