εγκάρδια
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εγκάρδια
<
εγκάρδιος
+
-α
Επίρρημα
εγκάρδια
με
εγκάρδιο
τρόπο
ο οικοδεσπότης καλωσόρισε
εγκάρδια
τους καλεσμένους του
εγκαρδίως
Μεταφράσεις
εγκάρδια
αγγλικά
:
cordially
(en)
γαλλικά
:
cordialement
(fr)
γερμανικά
:
herzlich
(de)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.