εγκάρδια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εγκάρδια < εγκάρδιος +

Επίρρημα

εγκάρδια

  • με εγκάρδιο τρόπο
    ο οικοδεσπότης καλωσόρισε εγκάρδια τους καλεσμένους του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.