εβδομήντα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εβδομήντα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἑβδομήντα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἑβδομήκοντα

Προφορά

ΔΦΑ : /e.vðoˈmin.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εβδομήντα

Αριθμητικό

εβδομήντα άκλιτο

  • το απόλυτο αριθμητικό (70) που ακολουθεί το εξήντα εννέα και προηγείται του εβδομήντα ένα

Ουσιαστικό

εβδομήντα ουδέτερο άκλιτο

  • ο αριθμός 70
    το εβδομήντα είναι ακέραιο πολλαπλάσιο του επτά και του δέκα

Συνώνυμα

Παράγωγα

αριθμητικά
απόλυτο: εβδομήντα
ψηφίο: εβδομηντάρι
τακτικό: εβδομηκοστός
πολλαπλασιαστικό:  εβδομηνταπλός
αναλογικό: εβδομηνταπλάσιος
περιληπτικό: εβδομηντάδα, εβδομηνταριά  
επίρρημα: εβδομηντάκις
πρόθημα: εβδομηντα-
 
χρονικά
λεπτά: εβδομηντάλεπτο
ώρες: εβδομηντάωρο
ημέρες: εβδομηνταήμερο
μήνες: εβδομηντάμηνο
έτη: εβδομηνταετία
διάρκεια: εβδομηνταετής, εβδομηνταετές - εβδομηντάχρονος, εβδομηντάχρονη, εβδομηντάχρονο  

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.