type

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /taɪp/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
type types

type (en)

  1. (μετρήσιμο) το είδος, ο τύπος, μια ομάδα ανθρώπων ή πραγμάτων που μοιράζονται συγκεκριμένες ιδιότητες
    the different types of government - τα διαφορετικά είδη διακυβέρνησης
    What type of person is he?
    Τι είδους άνθρωπος είναι;
    Blackmail is a type of crime.
    Ο εκβιασμός είναι ένα είδος εγκλήματος.
    He is not that type of man.
    Δεν είναι τέτοιος τύπος.
    They are both men of the same type.
    Είναι κι οι δυο τους ίδιου τύπου.
    a new type of dictionary/virus - ένας νέος τύπος λεξικού/ιού
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη kind
  2. (τυπογραφία) τυπογραφικό στοιχείο
     δείτε τη λέξη typesetting
  3. (πληροφορική) σύντμηση του data type (τύπος δεδομένων)
    Many data structure needs can be met with the built-in list type.
    Πολλές ανάγκες δομής δεδομένων μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον ενσωματωμένο τύπο λίστας.
     δείτε τις λέξεις typed και typing

Πολυλεκτικοί όροι

Ρήμα

ενεστώτας type
γ΄ ενικό ενεστώτα types
αόριστος typed
παθητική μετοχή typed
ενεργητική μετοχή typing

type (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) δακτυλογραφώ, πληκτρολογώ, γράφω κάτι με πληκτρολόγιο υπολογιστή ή γραφομηχανή
    You should type, if you can, the letters, please.
    Να δακτυλογραφήσετε, αν μπορείτε, τις επιστολές, σας παρακαλώ.
    I am typing text on the computer.
    Πληκτρολογώ κείμενο στον υπολογιστή.
    Please, type your password!
    Παρακαλώ, πληκτρολογήστε τον κωδικό σας!
  2. (μεταβατικό) καθορίζω την ομάδα αίματος

Σύνθετα

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
type types

type (fr) αρσενικό

  1. ο τύπος
  2. (ειδικότερα μεταφορικά) κάποιος, τύπος
  3. το είδος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.