genre

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

genre (en)

  1. (για βιβλία, μουσική, ταινίες κτλ.) η τεχνοτροπία, το σύνολο των κοινών χαρακτηριστικών, το « ύφος »
    books are displayed by genre, author or topic
    τα βιβλία παρουσιάζονται ανάλογα με την τεχνοτροπία τους, τον συγγραφέα ή το αντικείμενό τους



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
genre genres

Ουσιαστικό

genre (fr) αρσενικό

  1. το γένος
  2. το είδος, το σόι
  3. (για βιβλία, μουσική, ταινίες κτλ.) η τεχνοτροπία, το σύνολο των κοινών χαρακτηριστικών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.