δύστηνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δύστηνος | η | δύστηνη | το | δύστηνο |
| γενική | του | δύστηνου | της | δύστηνης | του | δύστηνου |
| αιτιατική | τον | δύστηνο | τη | δύστηνη | το | δύστηνο |
| κλητική | δύστηνε | δύστηνη | δύστηνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δύστηνοι | οι | δύστηνες | τα | δύστηνα |
| γενική | των | δύστηνων | των | δύστηνων | των | δύστηνων |
| αιτιατική | τους | δύστηνους | τις | δύστηνες | τα | δύστηνα |
| κλητική | δύστηνοι | δύστηνες | δύστηνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δύστηνος < αρχαία ελληνική δύστηνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δύστηνος | τὸ | δύστηνον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δυστήνου | τοῦ | δυστήνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δυστήνῳ | τῷ | δυστήνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δύστηνον | τὸ | δύστηνον | ||
| κλητική ὦ! | δύστηνε | δύστηνον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δύστηνοι | τὰ | δύστηνᾰ | ||
| γενική | τῶν | δυστήνων | τῶν | δυστήνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δυστήνοις | τοῖς | δυστήνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δυστήνους | τὰ | δύστηνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δύστηνοι | δύστηνᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυστήνω | τὼ | δυστήνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δυστήνοιν | τοῖν | δυστήνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δύστηνος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
δύστηνος, -ος, -ον
- (για πρόσωπα) άθλιος, ελεεινός, δύσμοιρος, κακόμοιρος, δυστυχισμένος, άτυχος, κακότυχος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 127
- δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν.
- τέκνα γονέων δυστυχών την ρώμην μου αντικρίζουν.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 501 (501-502)
- ξεῖνός τις δύστηνος ἀλητεύει κατὰ δῶμα | ἀνέρας αἰτίζων· ἀχρημοσύνη γὰρ ἀνώγει·
- Μέσα στο σπίτι κάποιος ξένος τριγυρίζει δύσμοιρος | ψωμοζητώντας — η φτώχεια τον στριμώχνει·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ξεῖνός τις δύστηνος ἀλητεύει κατὰ δῶμα | ἀνέρας αἰτίζων· ἀχρημοσύνη γὰρ ἀνώγει·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 127
- (για πράγματα, πράξεις, καταστάσεις) ελεεινός, άθλιος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1655 (1654-1655)
- μηδαμῶς, ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν, ἄλλα δράσωμεν κακά. | ἀλλὰ καὶ τάδ᾽ ἐξαμῆσαι πολλὰ δύστηνον θέρος·
- Όχι κι άλλ᾽ αγαπητέ μου, ας μη θελήσομε κακά· | αρκετός κι ο τόσος θέρος της πανάθλιας της σοδειάς·
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- μηδαμῶς, ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν, ἄλλα δράσωμεν κακά. | ἀλλὰ καὶ τάδ᾽ ἐξαμῆσαι πολλὰ δύστηνον θέρος·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1655 (1654-1655)
- (μετά τον Όμηρο με ηθική σημασία) άθλιος, αξιοθρήνητος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 1346
- ἀοιδῶν οἵδε δύστηνοι λόγοι.
- των αοιδών τα λόγια είν᾽ άθλια.
- Μετάφραση (1911): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- ἀοιδῶν οἵδε δύστηνοι λόγοι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 1346
- δωρικός τύπος : δύστανος
Πηγές
- δύστηνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύστηνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.