αξιολύπητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξιολύπητος | η | αξιολύπητη | το | αξιολύπητο |
| γενική | του | αξιολύπητου | της | αξιολύπητης | του | αξιολύπητου |
| αιτιατική | τον | αξιολύπητο | την | αξιολύπητη | το | αξιολύπητο |
| κλητική | αξιολύπητε | αξιολύπητη | αξιολύπητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξιολύπητοι | οι | αξιολύπητες | τα | αξιολύπητα |
| γενική | των | αξιολύπητων | των | αξιολύπητων | των | αξιολύπητων |
| αιτιατική | τους | αξιολύπητους | τις | αξιολύπητες | τα | αξιολύπητα |
| κλητική | αξιολύπητοι | αξιολύπητες | αξιολύπητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αξιολύπητος
- που είναι άξιος της λύπης μας, που βρίσκεται σε μια κατάσταση που προκαλεί τη συμπόνια μας
- που προκαλεί την περιφρόνηση λόγω της ανεπάρκειάς του
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αξιολύπητα
- → δείτε τις λέξεις άξιος και λύπη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.