οικτρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οικτρός | η | οικτρή | το | οικτρό |
| γενική | του | οικτρού | της | οικτρής | του | οικτρού |
| αιτιατική | τον | οικτρό | την | οικτρή | το | οικτρό |
| κλητική | οικτρέ | οικτρή | οικτρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οικτροί | οι | οικτρές | τα | οικτρά |
| γενική | των | οικτρών | των | οικτρών | των | οικτρών |
| αιτιατική | τους | οικτρούς | τις | οικτρές | τα | οικτρά |
| κλητική | οικτροί | οικτρές | οικτρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οικτρός < αρχαία ελληνική οἰκτρός
Συνώνυμα
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.