οικτρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικτρός η οικτρή το οικτρό
      γενική του οικτρού της οικτρής του οικτρού
    αιτιατική τον οικτρό την οικτρή το οικτρό
     κλητική οικτρέ οικτρή οικτρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικτροί οι οικτρές τα οικτρά
      γενική των οικτρών των οικτρών των οικτρών
    αιτιατική τους οικτρούς τις οικτρές τα οικτρά
     κλητική οικτροί οικτρές οικτρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οικτρός < αρχαία ελληνική οἰκτρός

Επίθετο

οικτρός, -ή/-ά, ό

  1. ανεπιτυχής ή απαράδεκτος σε βαθμό που να προκαλεί τον οίκτο
  2. αξιολύπητος

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.