δυναστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δυναστικά < δυναστικός + -ά
Μεταφράσεις
δυναστικά
|
|
Πηγές
- δυναστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
δυναστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δυναστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.