ανελέητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανελέητος η ανελέητη το ανελέητο
      γενική του ανελέητου της ανελέητης του ανελέητου
    αιτιατική τον ανελέητο την ανελέητη το ανελέητο
     κλητική ανελέητε ανελέητη ανελέητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανελέητοι οι ανελέητες τα ανελέητα
      γενική των ανελέητων των ανελέητων των ανελέητων
    αιτιατική τους ανελέητους τις ανελέητες τα ανελέητα
     κλητική ανελέητοι ανελέητες ανελέητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανελέητος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνελέητος [1] < ἀν- στερητικό + ἐλεῶ + -ητος

Επίθετο

ανελέητος, -η, -ο

  1. που δεν δείχνει έλεος προς οποιονδήποτε
  2. που δεν τον ελέησαν [2]

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.