δυναμικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυναμικότητα οι δυναμικότητες
      γενική της δυναμικότητας των δυναμικοτήτων
    αιτιατική τη δυναμικότητα τις δυναμικότητες
     κλητική δυναμικότητα δυναμικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυναμικότητα < δυναμικός + -ότητα

Ουσιαστικό

δυναμικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.