δυναμικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυναμικότητα | οι | δυναμικότητες |
| γενική | της | δυναμικότητας | των | δυναμικοτήτων |
| αιτιατική | τη | δυναμικότητα | τις | δυναμικότητες |
| κλητική | δυναμικότητα | δυναμικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δυναμικότητα θηλυκό
- ο ρυθμός παραγωγής καθώς και η ικανότητα και το σύνολο της παραγωγής μιας επιχείρησης, ενός εργοστασίου κ.λπ.
Μεταφράσεις
δυναμικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.