δυναμικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δυναμικά < δυναμικός

Επίρρημα

δυναμικά

  1. με δυναμισμό, με δυναμικές ενέργειες
  2. από δυναμική άποψη

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δυναμικά ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δυναμικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.