δράκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δράκος οι δράκοι
      γενική του δράκου των δράκων
    αιτιατική τον δράκο τους δράκους
     κλητική δράκο δράκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δράκος εξεμεί τον Ιάσονα που πήγε να ληστέψει το χρυσόμαλλο δέρας. Στα δεξιά η Αθηνά.

Ετυμολογία

δράκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δράκος < αρχαία ελληνική δράκων

Ουσιαστικό

δράκος αρσενικό (θηλυκό: δράκαινα, δράκισσα, δρακόντισσα)

  1. (λαογραφία) φανταστικό τέρας με υπερφυσικές ιδιότητες
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ενός κακού και σκληρόκαρδου ανθρώπου
  3. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ενός κατ' εξακολούθηση βιαστή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.