δράκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δράκος | οι | δράκοι |
| γενική | του | δράκου | των | δράκων |
| αιτιατική | τον | δράκο | τους | δράκους |
| κλητική | δράκο | δράκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Δράκος εξεμεί τον Ιάσονα που πήγε να ληστέψει το χρυσόμαλλο δέρας. Στα δεξιά η Αθηνά.
Ετυμολογία
- δράκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δράκος < αρχαία ελληνική δράκων
Ουσιαστικό
δράκος αρσενικό (θηλυκό: δράκαινα, δράκισσα, δρακόντισσα)
- (λαογραφία) φανταστικό τέρας με υπερφυσικές ιδιότητες
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ενός κακού και σκληρόκαρδου ανθρώπου
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ενός κατ' εξακολούθηση βιαστή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.