δράκοντας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δράκοντας οι δράκοντες
      γενική του δράκοντα των δρακόντων
    αιτιατική τον δράκοντα τους δράκοντες
     κλητική δράκοντα δράκοντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δράκοντας < αρχαία ελληνική δράκων (αιτιατική: δράκοντα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðɾa.kon.das/

Ουσιαστικό

δράκοντας αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.