dragon

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

dragon (en)

  1. o δράκοντας, ο δράκος
  2. είδος σαύρας



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
dragon dragons

dragon (fr) αρσενικό

  1. ο δράκος
  2. (αστρονομία) ο αστερισμός Δράκων
  3. (εραλδική) η φανταστική μορφή που παριστάνει ένα δίποδο ερπετό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.