dragon
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| dragon | dragons |
dragon (fr) αρσενικό
- ο δράκος
- (αστρονομία) ο αστερισμός Δράκων
- (εραλδική) η φανταστική μορφή που παριστάνει ένα δίποδο ερπετό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.