δρακόντισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δρακόντισσα οι δρακόντισσες
      γενική της δρακόντισσας των δρακοντισσών
    αιτιατική τη δρακόντισσα τις δρακόντισσες
     κλητική δρακόντισσα δρακόντισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρακόντισσα < δράκοντας + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

δρακόντισσα θηλυκό

 δείτε τη λέξη  δράκοντας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.